εκστροφώ

εκστροφώ
ἐκστροφῶ (-όω) (Α)
αποσπώ βίαια μια πόρτα από τους μεντεσέδες της, από τους στρόφιγγές της.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”